βαδιστικῶν

βαδιστικῶν
βαδιστικός
good at walking
fem gen pl
βαδιστικός
good at walking
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεκάποδα — Τάξη καρκινοειδών μαλακοστράκων. Τα δ., στα οποία περιλαμβάνονται τα πιο μεγάλα καρκινοειδή (π.χ. ο ιαπωνικός καρκίνος, του οποίου το άνοιγμα των βαδιστικών ποδιών μπορεί να φτάσει έως 3 μ.), έχουν πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών και, μπροστά από… …   Dictionary of Greek

  • γαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων καρκινοειδών της τάξης των δεκάποδων μακρόουρων. Έχουν σώμα πεπλατυσμένο στα πλευρά και μακριά πόδια μεταπλασμένα σε όργανα πλεύσης· γι’ αυτό λέγονται και μακρόουρα κολυμβητικά, αντίθετα από τις καραβίδες, τις… …   Dictionary of Greek

  • δεκάποδος — η, ο (Α δεκάπους, ουν) αυτός που έχει μήκος δέκα ποδών νεοελλ. 1. (για ζώα) αυτός που έχει δέκα πόδια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεκάποδα α) καρκινοειδή μαλακόστρακα με πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών (γαρίδες, καβούρια κ.λπ.) β) μαλάκια… …   Dictionary of Greek

  • καραβίδα — η (AM καραβίς, Μ και καραβίδα) [κάραβος] ζωολ. γένος βαδιστικών δεκάποδων καρκινοειδών τού γλυκού νερού αρχ. κάνθαρος κερασφόρος …   Dictionary of Greek

  • αράχνες — Αρθρόποδα που αποτελούν τη μεγαλύτερη τάξη της ομοταξίας των αραχνιδίων. Το σώμα τους αποτελείται κατά κανόνα από δύο μέρη, χωρίς αρθρώσεις, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με έναν λεπτό μίσχο: το μπροστινό μέρος, που αποκαλείται πρόσωμα… …   Dictionary of Greek

  • καβούρια — Καρκινοειδή μαλακόστρακα (καρκίνοι) της μεγάλης υπόταξης των βραχυούρων, της τάξης των δεκαπόδων. Ο κεφαλοθώρακας των αρθροπόδων αυτών είναι αρκετά ανεπτυγμένος και έχει πολυγωνικό ή στρογγυλό σχήμα, ανάλογα με το είδος. Το κοιλιακό τμήμα είναι… …   Dictionary of Greek

  • καβουρομάνα — Δεκάποδο καρκινοειδές της υπόταξης των βραχυούρων, γνωστό στη χώρα μας και με τις ονομασίες μεγάλος κάβουρας, αράχνη της θάλασσας κ.ά. Η επιστημονική του ονομασία είναι Maia squinado. Αυτό το είδος καβουριού έχει ωοειδή, καστανοκοκκινωπό… …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

  • κεραμβυκίδες — (cerambycidae). Μεγάλη οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Περιλαμβάνει περίπου 30.000 είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε υποτροπικές και τροπικές περιοχές. Χαρακτηρίζονται από το μεγάλο σώμα τους, το οποίο είναι επίμηκες και κυλινδρικό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”